Σκοπός του blog αυτoύ είναι να προβάλουμε: Χρήσιμες καλές ιδέες Νέα για θέση εργασίας Kαλά νέα Πληροφορίες για μια προσφορά Προσφορές που είναι σίγουρα πολύ καλές. (για υπηρεσίες, για εστιατόρια, για ρούχα-παπούτσια, για συσκευές, για οτιδήποτε) Μια καλή ιδέα για διασκέδαση Μια καλή πρόταση για εκδρομή
Aυτό το blog είναι μια ιδέα του Αλέξανδρου Γιατζίδη mail:ayiatzides@medlab.gr
.

ΟΜΑΔΑ FACEBOOK

ΟΜΑΔΑ FACEBOOK
ΕΧΩ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΙΔΕΑ

Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

Φεστιβάλ με πρωταγωνιστή την ολόφρεσκια φράουλα


Αύριο στις 11:00 π.μ. - 08 Μάιος στις 11:00 μ.μ.

Τοποθεσία
ΤΙΤΑΝΙΑ HOTEL
Πανεπιστημίου 52
Αθήνα

Δημιουργήθηκε από:
Περισσότερες πληροφορίες
«Σαν φράουλα γλυκιά»… Διαθέτει το χρώμα του πάθους, γλυκιά διαπεραστική γεύση, άγρια ζουμερή ομορφιά και παραπέμπει συνειρμικά σε απολαυστικές στιγμές...

Το Ξενοδοχείο Τιτάνια, στην καρδιά της Αθήνας, προσκαλεί όσους βρίσκονται στην πόλη από τις 26 Απριλίου έως και τις 8 Μαΐου 2011 να απολαύσουν γνωστές και άγνωστες λιχουδιές για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, βασισμένες στην ξεχωριστή γεύση και το σαγηνευτικό άρωμα της φράουλας.

Το TITANIA OLIVE GARDEN και η LA BRASSERIE παρουσιάζουν μοναδικές συνταγές, από ένα γλύκισμα έως και ένα πλήρες γεύμα ή δείπνο, όπου η φράουλα κάνει αισθητή την παρουσία της... παίζοντας με τις αισθήσεις σας.

Για όσους γνωρίζουν την φράουλα μόνο ως επιδόρπιο, θα εντυπωσιαστούν με μία σαλάτα μαριναρισμένου σολομού με φράουλες και δυόσμο, φύλλα από σπανάκι και γλυκόξινη σάλτσα φράουλας. Οι ταλιατέλες με φράουλες, καπνιστό κοτόπουλο και ρόκα και το γεμιστό κοτόπουλο με μαρμελάδα φράουλας, γραβιέρα Τήνου και μυρώνια, είναι ένα μικρό δείγμα της φαντασίας των σεφ του Ξενοδοχείου που έχουν εκπονήσει πλήρη μενού που θα ικανοποιήσουν και τον πιο απαιτητικό ουρανίσκο.

Για αυτούς που θα επισκεφτούν το Φεστιβάλ Φράουλας και θέλουν να κρατήσουν ζωντανή για πάντα τη μοναδική τους εμπειρία, οι σεφ αποκαλύπτουν τα μυστικά τους, καθώς θα λάβουν τις αναλυτικές συνταγές των πιάτων που θα δοκιμάσουν!

Τηλέφωνο κρατήσεων: 210 33 26 000

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Λίγα λόγια για την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία του Γ. Η. Ορφανού

Η γωνιά της Ιστορίας

Λίγα λόγια για την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία

του Γ. Η. Ορφανού

Ενδιαφέρουσα και σημαντική σ’ ό,τι αφορά τη συμμετοχή των πολιτών στη διοίκηση της πόλης και τη συνεπακόλουθη της πολιτικής προόδου οικονομική ευημερία και πνευματική άνθηση είναι η εξέλιξη της Αθηναϊκής δημοκρατίας τούτα τα χρόνια.
Έτσι, στο «κλεινόν άστυ» των Αθηνών, το 457/6 π.Χ., απέκτησε πρόσβαση στο κληρωτό αξίωμα του επώνυμου άρχοντα και η τρίτη φορολογική τάξη, ενώ σύντομα η διάκρισή της από την τάξη των θητών έχασε οποιαδήποτε σημασία.
Για το σύνολο του αντρικού πληθυσμού, με εξαίρεση τους δούλους και τους μετοίκους (επαγγελματίες από άλλες πόλεις ή απελεύθερους που ζούσαν στην Αθήνα), ίσχυε η αρχή της πλήρους πολιτικής ισότητας, δηλ. η υπεύθυνη συμμετοχή στους θεσμούς της πόλης, όχι μόνο με το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι και τη συμμετοχή στις ψηφοφορίες στην Εκκλησία του Δήμου, αλλά και με την ανάληψη καθηκόντων του δικαστή (ή του κατήγορου), του κληρωτού αξιωματούχου ή του βουλευτή. Τα περιουσιακά στοιχεία και η προσωπική ικανότητα συνέχιζαν να είναι απαραίτητες προϋποθέσεις μόνο για λίγα αξιώματα: του ταμία της πόλης και φυσικά του στρατηγού.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ψηφοθηρία ή λαϊκισμός, αλλά οι πολιτικοί της Αθήνας, αρχής γενομένης από τον Περικλή, επιδιώκουν την όσο γίνεται πιο πλατιά λαϊκή συμμετοχή στα όργανα της πολιτείας, στα κέντρα λήψης των κοινωνικοπολιτικών αποφάσεων, αν και οι περισσότερες απ’ αυτές φέρουν, μετά το 450 π.Χ. ιδίως, σε τέτοιο βαθμό τη «σφραγίδα» του Περικλή, ώστε, όπως γράφει ο Θουκυδίδης, «στα λόγια, το πολίτευμα για τους Αθηναίους ήταν δημοκρατία · στην πράξη, όμως, ήταν μοναρχία», αφού ο Περικλής, δίχως να τους κολακεύει όπως οι κατοπινοί δημαγωγοί, τους έκανε ό,τι ήθελε! Πάντως, την περίοδο της Αθηναϊκής ηγεμονίας, στο εσωτερικό της Αθήνας, για να συμμετέχουν όσο το δυνατό περισσότεροι πολίτες στις συνεδριάσεις της βουλής και των δικαστηρίων αλλά και στις διοργανώσεις των μεγάλων κρατικών γιορτών, θεσπίστηκε η καταβολή (μικρών) αποζημιώσεων που αντιστοιχούσαν τουλάχιστον σε ένα ημερομίσθιο.
Ο μισθός όσων υπηρετούσαν ως δικαστές (6000 Αθηναίοι πολίτες κληρώνονταν κάθε χρόνο στην Ηλιαία και συνεδρίαζαν – κατά τμήματα – πολλές ημέρες τον χρόνο) ήταν τρεις οβολοί (μισή δραχμή δηλαδή, ποσό που τότε αντιστοιχούσε στο ημερομίσθιο ενός ανειδίκευτου εργάτη). Όπως έγραψε ο Αριστοτέλης στην «Αθηναίων Πολιτεία», «ο Περικλής (Σημείωση: μετά από υπόδειξη του στενού του πολιτικού συνεργάτη, Δαμωνίδη από την Οίη) πρώτος έδωσε μισθό στους δικαστές για να συναγωνιστεί τον Κίμωνα που ήταν πλούσιος και ξόδευε για το λαό […] Μερικοί τον κατηγορούν ότι από τότε χειροτέρεψε η κατάσταση επειδή παρευρισκόταν στην κλήρωση όποιος τύχαινε και όχι οι ευκατάστατοι. Άρχισαν επίσης να χρηματίζονται οι δικαστές και πρώτος έδωσε το παράδειγμα ο Άνυτος μετά τη στρατηγία του στην Πύλο. Όταν κατηγορήθηκε από μερικούς ότι έχασε την Πύλο, δωροδόκησε το δικαστήριο και αθωώθηκε…».
Ποιοι ήσαν, όμως, όσοι κατηγόρησαν τον Περικλή για την πολιτική του αυτή και τους οποίους είχε στο νου του ο Αριστοτέλης; Την απάντηση βρίσκουμε στο διάλογο «Γοργία» του Πλάτωνος, σ’ ένα χωρίο, που, μάλλον, απηχεί όσα πίστευε ο Πλάτων και οι ομοϊδεάτες του, ολιγαρχικοί αντίπαλοι του Περικλή: «[…] Εγώ, τουλάχιστον, αυτά ακούω, ότι δηλαδή ο Περικλής έκανε τους Αθηναίους οκνηρούς, δειλούς, φλύαρους και άπληστους, διότι πρώτος εισήγαγε την πληρωμή μισθών στους πολίτες για τις υπηρεσίες που προσφέρουν στην πόλη […]».
Ο μισθός των 500 βουλευτών, οι οποίοι ήταν και αυτοί κληρωτοί (έκαναν όμως μια πολύ υπεύθυνη και κοπιαστική εργασία), ήταν μια δραχμή την ημέρα για τους πρυτάνεις και πέντε οβολοί για τους υπόλοιπους βουλευτές.
Ο μισθός εκείνων που συμμετείχαν στην Εκκλησία του δήμου (η Εκκλησία του Δήμου συνεδρίαζε τακτικά 40 φορές τον χρόνο), ήταν στην αρχή ένας οβολός και αργότερα, μεταπολεμικά επί Αγύρριου (400 – 393 π.Χ.), έφτασε στους 3 οβολούς.
Πρέπει, όμως, στο σημείο αυτό, εν είδει παρέκβασης, να ιδούμε πιο αναλυτικά και το ρόλο των Αθηναίων πολιτών κατά το «Χρυσό Αιώνα» του Περικλή στη δημόσια ζωή, στα κέντρα λήψης των κοινωνικοπολιτικών αποφάσεων.
Θα ξεκινήσουμε με ένα σημαντικό κεφάλαιο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, τη νομοθεσία, στην οποία ελάμβαναν μέρος ως κυρίαρχα όργανα κάθε πολίτης, ο «Δήμος» και η «Βουλή». Πώς;
Κατά την έναρξη, λοιπόν, κάθε βουλευτικού έτους, η Εκκλησία του Δήμου αποφάσιζε για την ανάγκη ψήφισης νέων νόμων ή ψηφισμάτων («επιχειροτονία νόμων»). Η απόφαση αυτή είχε χαρακτήρα ουσιαστικά κυβερνητικό: προϋπέθετε την πολιτική επιλογή για την επίτευξη κάποιου συγκεκριμένου σκοπού, ο οποίος χωρίς τη θέσπιση συναφούς κανόνα δικαίου θα ήταν αδύνατον να πραγματωθεί.
Κάθε πολίτης είχε δικαίωμα να κάμει πρόταση «ψηφίσματος». Έτσι, έπρεπε να υποβάλει γραπτώς πρόταση νόμου στην Εκκλησία του Δήμου, όπου και διαβαζόταν, για να τη μάθει όλος ο κόσμος και όποιος ενδιαφερόταν να μιλήσει γι’ αυτήν. Επιπλέον, η πρόταση έπρεπε να τοιχοκολληθεί και στο οίκημα του «επώνυμου άρχοντα», ενός από τους 9 άρχοντες, που αποτελούσαν την ανώτατη διοίκηση.
Ο Αθηναίος, που ασκούσε νομοθετική πρωτοβουλία, αναλάμβανε και την ευθύνη για το περιεχόμενο της πρότασής του, πράγμα που αποτυπωνόταν και στο κείμενο του νόμου: «ειπόντος του τάδε». Αν η πρόταση νόμου αποσκοπούσε όχι στη θέσπιση νέων αλλά στην τροποποίηση ισχυουσών ρυθμίσεων, ο εισηγούμενος την πρόταση έπρεπε να τη συνοδεύει και με τις τροποποιούμενες διατάσεις.
Η Εκκλησία του Δήμου δεν επιτρεπόταν να νομοθετήσει για οτιδήποτε «απροβούλευτον». Διαβίβαζε προηγουμένως την πρόταση νόμου στη Βουλή, η οποία ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει τη γνώμη της στην Εκκλησία του Δήμου, αφού εξέταζε το σχέδιο από άποψη νομιμότητας, το διατύπωνε νομοτεχνικά και το επέστρεφε στο «Δήμο».
Η αποφασιστική αρμοδιότητα για την ψήφιση του νόμου ή ενός ψηφίσματος ανήκε πάντως στην Εκκλησία του Δήμου, πράγμα που η Βουλή αναγνώριζε με τη φράση: «ό,τι αν τω Δήμω δοκεί άριστον είναι». Τα «ψηφίσματα» ρύθμιζαν υποθέσεις άνισης σημασίας και άλλοτε έμοιαζαν με νομοθετικές ρυθμίσεις, άλλοτε με εισηγήσεις για συνταγματικές αναθεωρήσεις, άλλες φορές με υπουργικές αποφάσεις ή έκτακτα διατάγματα.
Με βάση τα στοιχεία, που έχουμε στη διάθεσή μας, από την Αρχαιοελληνική Γραμματεία, της ψηφοφορίας στην Εκκλησία του Δήμου προηγείτο συζήτηση, στην οποία μπορούσε να μετάσχει ελεύθερα κάθε πολίτης. Στην πράξη, πάντως, η συζήτηση περιοριζόταν μεταξύ των επιφανών Αθηναίων πολιτικών. Η ψηφοφορία γινόταν με ανάταση των χειρών. Ο Επιστάτης των Πρυτάνεων, ο οποίος προήδρευε της συνεδριάσεως, καταμετρούσε ττς ψήφους. Έστω και αν ο νόμος ψηφιζόταν, ο Επιστάτης των Πρυτάνεων είχε τη δυνατότητα, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε με πρωτοβουλία άλλου βουλευτή ή πολίτη, να επαναφέρει την πρόταση για συζήτηση.
Μετά τη Μεταπολίτευση του 403 π.Χ., η διαδικασία για τη θέσπιση νόμων από την Εκκλησία του Δήμου περιέλαβε και ένα ακόμη στάδιο επεξεργασίας των προτάσεων νόμου από ένα πολυμελές συμβούλιο «νομοθετών», δηλαδή δικαστών αναδεικνυόμενων με κλήρωση. Οι «νομοθέτες» αυτοί, λόγω της δικαστικής ιδιότητας τους, είχαν καπότα εξοικείωση – όχι αυστηρή εξειδίκευση – με το δίκαιο (αφού ήσαν λαϊκοί, απλοί πολίτες, που αναδεικνύονταν στο δικαστικό αξίωμα είτε με κλήρωση είτε επειδή μετείχαν στο Ηλιαστικό Δικαστήριο βάσει της ιδιότητας τους ως Αθηναίων πολιτών).
Ένα σημείο που πρέπει να τονιστεί εδώ και που καταδεικνύει το σεβασμό των Αθηναίων στους «πατρώους νόμους» είναι ότι οι «νομοθέτες», πριν εκφέρουν τη γνώμη τους ή τις παρατηρήσεις τους επί της προτάσεως νόμου, έπρεπε να ακούσουν μια επιτροπή πολιτών που αναλάμβανε να υποστηρίζει τον παλαιό νόμο έναντι της νέας προτεινόμενης ρύθμισης.
Όταν, όμως, κάποιος πολίτης είχε στο νου του να προτείνει ένα ψήφισμα που αντιβαίνει στην κείμενη νομοθεσία πασιφανώς, η Δημοκρατία του Περικλή έσπευσε να αυτοπροστατευτεί με την ειδική αγωγή κυρώσεως «ψηφισμάτων» που έρχονταν σε σύγκρουση με «νόμους». Έτσι, καθιερώθηκε η «γραφή παρανόμων». Η «γραφή παρανόμων» ήταν μία δημοσίου δικαίου δίκη εναντίον εκείνου ο οποίος είχε προτείνει νόμο ή ψήφισμα που ερχόταν σε αντίθεση με τους προϋφιστάμενους κανόνες ή που είχε θεσπισθεί κατά παράβαση της νομοθετικής διαδικασίας. Μόλις ο μηνυτής εξεδήλωνε την πρόθεση του, με δημόσιο όρκο («υπωμοσία»), να καταθέσει «γραφή παρανόμων», η συνέχιση της νομοθετικής διαδικασίας αναστελλόταν. Αναστελλόταν επίσης η ισχύς του νέου νόμου ή ψηφίσματος, εάν η νομοθετική διαδικασία επί της προτάσεως νόμου είχε ήδη ολοκληρωθεί.
Αυτή, όμως, η αγωγή δεν περιοριζόταν μόνον στην ακύρωση ενός «ψηφίσματος», αλλά συνεπαγόταν και βαρύτατες κυρώσεις εναντίον του πολίτη που εισηγήθηκε το αντισυνταγματικό ή έκνομο «ψήφισμα», καθώς και εναντίον του επικεφαλής της «Εκκλησίας του Δήμου», αν άφησε να διαπραχθεί κάποια οικονομική παρατυπία.
Συγκεκριμένα, όπως ξέρουμε, η ποινή για τον ένοχο ήταν πρόστιμο και, σε περίπτωση υποτροπής για τρίτη φορά, έφτανε μέχρι και στη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων («ατιμία»). Εάν, όμως, η δικαστική απόφαση επί της «γραφής παρανόμων» ήταν απαλλακτική, η νομοθετική διαδικασία συνεχιζόταν ή ο ψηφισθείς νέος κανόνας δικαίου – νόμος ή ψήφισμα – ανακτούσε την ανασταλείσα ισχύ του.
Έτσι, έγινε επικίνδυνη ακόμη και μία πρόταση να αλλάξει ένας παλαιός «νόμος» που κρινόταν γενικά απαρχαιωμένος ή ζημιογόνος, εκτός κι αν η τεκμηρίωση της αναθεώρησης ή της αλλαγής του δεν κρινόταν επιβελημένη, αλλά υποστηριζόταν με πειστική επιχειρηματολογία υπέρ της Δημοκρατίας και της πόλης.
Για να αδρανοποιήσουν τη «γραφή παρανόμων» σε περιπτώσεις που εμπόδιζε την εκκαθάριση του σώματος των νόμων ή την κατάργηση άχρηστων ή βλαβερών νόμων και εν γένει την εξέλιξη της νομοθεσίας, οι Αθηναίοι, μεταξύ του 410 και του 403 π.Χ., ανέθεσαν σ’ επιτροπές πολιτών που κληρώθηκαν μεταξύ των «ηλιαστών» και στη «Βουλή» να εκκαθαρίσουν το σώμα των έως τότε ισχυόντων «νόμων» που προέρχονταν είτε από τον Δράκοντα, τον Σόλωνα και τον Κλεισθένη είτε από μετακλεισθένεια «ψηφίσματα». Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Δημόφαντος, όπως μαρτυρεί ο Ανδοκίδης, με το γνωστό ψήφισμα του 410/9 π.Χ. και ένας άλλος ο Νικόμαχος, ο οποίος αναφέρεται ως πλαστογράφος προς ίδιον όφελος των νόμων σε λόγο του Λυσία.
Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας από το Θρασύβουλο και τα πρώτα βήματα της Μεταπολίτευσης, αρχές δηλαδή του 4ου αιώνα π.Χ., έχουμε μια διαδικασία τακτικής εκκαθαρίσεως «νόμων», που επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο, στην αρχή του πολιτικού έτους. «Εκκλησία του Δήμου» με συμμετοχή τουλάχιστον 6.000 πολιτών αποφαινόταν χωριστά για τον καθένα από τους υπό κρίση «νόμους», εάν έπρεπε να διατηρηθεί ή να τροποποιηθεί.
Στη συνέχεια, κάθε πολίτης που είχε σχετική γνώμη τη διατύπωνε γραπτά σε σανίδα που αναρτιόταν σε πολυσύχναστο μέρος της πόλεως. Το θέμα επαναφερόταν σ' επόμενη «Εκκλησία του Δήμου», για να αποφασίσει αυτή εάν θα το παρέπεμπε ή όχι στην αναθεωρητική επιτροπή «Νομοθετών». Εάν αυτή η «Εκκλησία του Δήμου» αποφάσιζε καταφατικά, κληρώνονταν 501 ή 1.001 «Νομοθέται» μεταξύ των «ηλιαστών». Οι «Νομοθέται» αποφάσιζαν, αφού ελάμβαναν υπόψη τις γραπτές προτάσεις που είχαν κάμει οι πολίτες υπέρ της διατηρήσεως ή υπέρ της αναθεωρήσεως κάθε υπό κρίση «νόμου» και άκουγαν τους υπερασπιστές των κρινόμενων «νόμων» που είχε ορίσει η «Εκκλησία του Δήμου».
Η γραφή «νόμον μη επιτήδειον θείναι», τα κλασικά χρόνια, ήταν επίσης ένας δικαστικός αγώνας δημοσίου δικαίου εναντίον της θεσπίσεως ασύμφορου νόμου, δηλαδή νόμου που θα μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντα της πόλεως. Η διαφορά της γραφής αυτής από τη «γραφή παρανόμων» συνίστατο στο ότι αφορούσε μόνο νόμους, όχι και ψηφίσματα. Επιβάλλονταν βέβαια και ποινές σημαντικά βαρύτερες από τις ποινές της «γραφής παρανόμων», οι οποίες έφταναν μάλιστα στο θάνατο. Πάντως, η γραφή «νόμον μη επιτήδειον θείναι» έπρεπε, για να έχει ποινικές συνέπειες, να ασκηθεί μέσα σε χρονική προθεσμία ενός έτους από την ψήφιση του νόμου.
Επιπλέον, σε μιαν προσπάθεια να αποτρέψουν τις αυθαιρεσίες όσων πολιτικών διαχειρίζονταν τα κοινά, εκτός από τις ήδη αναφερθείσες «γραφές» στις πηγές αναφέρεται και η ενώπιον του Ηλιαστικού Δικαστηρίου ασκούμενη «γραφή» και κατά του Επιστάτη των Πρυτάνεων. Εικάζεται ότι καταδικαστικές αποφάσεις της Ηλιαίας σε οποιαδήποτε από τις πιο πάνω «γραφές» σπανιότατα μόνον εκδίδονταν, ακόμα και σε δύσκολες, όπως ο Πελοποννησιακός πόλεμος, «καμπές» της Αθηναϊκής Ιστορίας. Σωρηδόν, όμως, εκτελέσεις πολιτών εν είδει «πογκρόμ» και χωρίς να δικαστούν καν θα έχουμε στην περίοδο των Τριάντα τυράννων (404/3 π.Χ.).
Αφού είδαμε την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας, ας γυρίσουμε λίγο και στη διοίκηση της πόλης τα κλασικά χρόνια. Στη διοίκηση, λοιπόν, σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές γραφτές πηγές (ρητορικά κείμανα – Αριστοφάνης), εμπλέκονταν ο «Δήμος», η «Βουλή» και οι πολυάριθμοι «άρχοντες» (βλ. και Αριστοτέλους «Αθηναίων Πολιτεία»). Η εκτελεστική εξουσία ανήκε στο «Δήμο», η «Βουλή» και οι «άρχοντες» ήσαν εκτελεστικά όργανα των αποφάσεων του «Δήμου», που ήταν και νομοθέτης και κυβερνήτης. Από την αρχή της δημοκρατίας και για πολύ καιρό, ο «Δήμος» εννοούσε να εκδίδει «ψηφίσματα» για υποθέσεις εκτελεστικής και διοικητικής φύσεως, προκαλώντας προβλήματα, καθώς οι μεν δημοκρατικές εξελίξεις σε βάθος και σε πλάτος διεύρυναν το πεδίον της διοικήσεως, αύξαναν και ενέτειναν τις διοικητικές λειτουργίες, οι δε «άρχοντες» αποδυναμώνονταν.
Παρά ταύτα, ο «Δήμος» περιόρισε το πεδίο της αναμίξεώς του σε διοικητικές πράξεις, συνεχίζει, όπως βλέπουμε ιδίως στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, να ακούει ο ίδιος τους ξένους πρέσβεις και, το χειρότερο, να αποφασίζει τα επίπεδα των επιστρατεύσεων και των πολεμικών δαπανών και, ακόμη, να διευθύνει στρατιωτικές επιχειρήσεις ή ειρηνευτικές αποστολές (Σικελική εκστρατεία 415 – 413 π.Χ. και αποστολή Ανδοκίδη και άλλων στη Σπάρτη 392 – 390 π.Χ. λογουχάρη). Η διαδικασία θεσπίσεως νόμων ή ψηφισμάτων από την Εκκλησία του Δήμου αποτελούσε εφαρμογή της άμεσης δημοκρατίας.
Επανερχόμενοι στα φιλολαϊκά μέτρα του Περικλή, ας τονιστεί με νόμο που εισήγαγε, το δημόσιο πλήρωνε και το εισιτήριο των πολιτών στις θεατρικές παραστάσεις (τα λεγόμενα «θεωρικά»), τα οποία επεκτάθηκαν αργότερα και σε άλλες δημόσιες εορτές και πανηγύρεις.
Οι μισθοί αυτοί προστέθηκαν κατά τη διάρκεια του 5ου π.Χ. αιώνα στην υποχρέωση, την οποία ήδη από τον 6ο αιώνα είχε αναλάβει το αθηναϊκό κράτος, να συντηρεί τους γονείς και τα παιδιά των πεσόντων σε πολέμους καθώς και τους αναπήρους, αφού πρώτα εξακριβωνόταν ότι ο ανάπηρος πολέμου δεν ήταν σε θέση να εργαστεί και το εισόδημά του ήταν λιγότερο από τρεις «μνας», δηλαδή τριακόσιες δραχμές το χρόνο
Αξίζει, εάν θυμηθούμε και τον «Υπέρ Αδυνάτου» λόγο του Λυσία, να γραφεί, όμως, και ότι η δημοκρατία των κλασικών Αθηνών είχε, επίσης, αναλάβει υποχρεώσεις «κράτους πρόνοιας» ακόμη και σε περιόδους μεγάλων οικονομικών δυσχερειών, φροντίζοντας τους συγγενείς των θυμάτων πολέμου, ενισχύοντας τους ανάπηρους πολίτες ή καταβάλλοντος επιδόματα σε όσους ήταν ανίκανοι να εργαστούν.
Δεν πρέπει, όμως, να περάσει απαρατήρητος και ο πλήρης αποκλεισμός των γυναικών από τα κέντρα λήψης κοινωνικοπολιτικών αποφάσεων, ο παραμερισμός τους στο περιθώριο της πόλης. Το βλέπουμε και στη «Λυσιστράτη» και τις «Θεσμοφοριάζουσες» του κωμωδιογράφου Αριστοφάνη και στον «Οικονομικό» του Ξενοφώντος.
Με πρόταση του Περικλή, εξάλλου, το 451/0 π.Χ. θεσπίστηκε ένας νόμος, ο οποίος αποδείχτηκε – όπως απέδειξε η ίδια η Ιστορία μιαν εικοσαετία περίπου αργότερα – για τον εμπνευστή του «μπούμερανγκ», για τα πολιτικά δικαιώματα, σύμφωνα με τον οποίο πολίτες θεωρούνταν μόνο όσοι είχαν αθηναϊκή καταγωγή από την πλευρά και του πατέρα και της μητέρας τους. Με τον νόμο αυτόν, δέχτηκαν πλήγμα οι «διεθνείς» οικογενειακές διασυνδέσεις των αριστοκρατικών οίκων της Αττικής, αλλά ό,τι έχει σημασία μεγάλη είναι πως αποκλείστηκε από το σώμα των πολιτών ο πληθυσμός των ξένων μετοίκων, που αυξανόταν διαρκώς στην Αθήνα, η οποία αποτελούσε ένα εμπορικό και οικονομικό κέντρο.
Και επιπλέον, ας τονιστεί και ότι – μολονότι συνεισέφεραν πολλά στο πλευρό του Θρασύβουλου για την ανατροπή των Τριάντα Τυράννων – δεν κατέστη δυνατό να δοθούν πολιτικά δικαιώματα στους μετοίκους, αν και ο Θρασύβουλος, το 403 π.Χ., στα πρώτα βήματα της επανακαμψάσης Αθηναϊκής Δημοκρατίας, το ήθελε πολύ!
Το αθηναϊκό κράτος, μολονότι ήταν το πολυπληθέστερο ελληνικό (μαζί με το κράτος των Συρακουσών), έφθασε να έχει, λίγο πριν την αρχή του τέλους για την εποχή του Περικλή, το 431 π.Χ., το maximum, 318.000 κατοίκους (165.000 Αθηναίους, 33.000 μετοίκους, ενώ 120.000 αποτελούσαν έναν εθνικά ετερόκλητο πληθυσμό δούλων, που δούλευαν, στη συντριπτικότατή τους πλειοψηφία, στα μεταλλεία αργύρου του Λαυρίου, πρωταρχικός παράγοντας συσσώρευσης πλούτου της Αθήνας, και σπάνια ξεπερνούσαν τα 10 χρόνια εξαντλητικής εργασίας πριν πεθάνουν για τη «δημοκρατία», ενώ αντικαθιστούνταν από νέες στρατιές «βαρβάρων – μη ελλήνων» δούλων, που «μάζευε» ο αθηναϊκός στόλος από τις άκρες της Μεσογείου). Έναν αιώνα αργότερα, μετά τον πολυετή πελοποννησιακό και τον κορινθιακό πόλεμο, κατά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., η Αθήνα είχε πληθυσμό της τάξης των 250.000 (93.000 Αθηναίους, 20.000 μετοίκους). Οι Αθηναίοι πολίτες, δηλαδή οι ενήλικοι άρρενες της πολιάδας κοινότητας, ήσαν περίπου 45.000 το 431 π.Χ., αλλά 31.000 το 322 π.Χ. Το μικρό μέγεθος του πολιτικού σώματος και οι μικρές αποστάσεις επέτρεψαν στην αθηναϊκή δημοκρατία να γίνει και να μείνει άμεση και όχι αντιπροσωπευτική.
Πρέπει, όμως, να σταθούμε λίγο ακόμα και στη δουλεία κατά την παντοδυναμία της κλασικής Αθήνας. Η εργασία των δούλων, κυρίως στα μεταλλεία, ήταν οπωσδήποτε ένας σημαντικός παράγοντας στην οικονομική ζωή της κλασικής Αθήνας, αλλά δεν αποτελούσε σε καμιά περίπτωση το θεμέλιο του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, όπως συνέβαινε με την κρατική δουλεία των ειλώτων της Σπάρτης. Σύγχρονες πηγές μαρτυρούν σχετικά ανθρώπινες και για την Ελλάδα ασυνήθιστα καλές συνθήκες ζωής για τους περισσότερους δούλους στη δημοκρατική κοινωνία της Αθήνας. Ως τεχνίτες και εξειδικευμένοι εργάτες, συνήθως, εάν αληθεύουν όσα γράφει ο Ξενοφών («Αθηναίων Πολιτεία»), δικαιούνταν μισθό και είχαν επομένως πραγματική δυνατότητα να εξαγοράσουν την ελευθερία τους από τον ιδιοκτήτη τους και να γίνουν μέτοικοι.
Υπάρχει και ο αντίλογος, βέβαια, σ’ όλα αυτά περί δουλείας. Συγκεκριμένα, όπως ισχυρίζονται οι μαρξιστές, στην αρχαία Αθήνα και τη δουλοκτητική της κοινωνία, έχουμε ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και, συνεπώς, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, παρότι βλέπουμε στο «Μένωνα» του Πλάτωνος έναν δούλο να συζητά με το Σωκράτη. Σε πόλεις – κράτη όπως η παντοδύναμη και αυτοδύναμη Αθήνα του Περικλή, αλλά και στα υπόλοιπα γνωστά τότε κράτη, από τη μια πλευρά βρίσκονται οι κύριοι (δουλοκτήτες) και από την άλλη οι δούλοι. Κατά τον Μαρξ αφενός, «ο δούλος μπαίνει σαν ανόργανη προϋπόθεση στην ίδια μοίρα με τα άλλα φυσικά όντα, πλάι στα ζώα ή σαν εξάρτημα της γης». Κατά τον Ένγκελς αφετέρου, η δουλεία «μετατρέπει την εργασία σε υποτιμητική για τους ελεύθερους ανθρώπους απασχόληση και η αντίφαση ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις φτάνει σε αδιέξοδο, δε βοηθάει την ανάπτυξη και πρέπει να καταργηθεί αυτή η σχέση παραγωγής».
Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε το νόμο της «Σεισάχθειας», που ο Σόλων (6ος αι. π.Χ.) θέσπισε και με τον οποίο κατάργησε να δανείζονται οι Αθηναίοι πολίτες με ενέχυρα τα σώματά τους, προκειμένου να αποτρέψει τη μετατροπή ελεύθερων πολιτών σε δούλους, και έδωσε άλλη διάσταση στα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα των πολιτών στην Κλασική Αθήνα. Ας θυμηθούμε, όμως, και ότι ο Αριστοτέλης είναι ο φιλόσοφος εκείνος που ισχυρίζεται ότι από τη φύση τους οι άνθρωποι είναι προορισμένοι άλλοι να υποτάσσουν και άλλοι να υποτάσσονται. Οι δούλοι, που πρέπει να είναι ξένοι, φροντίζουν, λέει ο Σταγειρίτης, για τα πάντα, για να επιτευχθεί το «ευ ζην» των Ελλήνων.

Οι Νυχτοφύλακες”


ΟΙ «Νυχτοφύλακες
από το θίασο Πρόκλησις (ΣΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΕΙΣΟΔΟς ΕΛΕΥΘΕΡΗ)

...Θέατρο του Παραλόγου, Κωμωδία;
Στο Θέατρο ΞΥΛΟΤΕΧΝΙΑ στο Περιστέρι, (Παρασκευοπούλου & Κωστή Παλαμά)
Παρασκευή 25 Μαρτίου και ώρα 8,30μμ. και κάθε Παρασκευή, Σάββατο ,Κυριακή...
ΩΡΑ :8:30μ.μ.

Σκηνοθεσία Γιώργος Τασιόπουλος

Παίζουν Γ. Τασιόπουλος- Φ. Κάσσιος - Μαρία Οικονόμου - Έφη Κρανίτου.

Οι «Νυχτοφύλακες» είναι το πρώτο θεατρικό έργο του Στρατή Καρρά που πήρε το
Κρατικό βραβείο Θεάτρου 1967-1968, ενώ «Ο συνοδός» το ίδιο βραβείο το 1970.
Στους «Νυχτοφύλακες», έργο δίπρακτο, όπως και σε όλα τα έργα του Καρρά, η
σύνθεση είναι απλή και καταπιεστική. Από μέσα μοναξιά και απ’ έξω το χάος.
Στρέφεται γύρω από την γέννηση και την διάψευση μιας ελπίδας, που βλασταίνει
ξαφνικά σε ένα άγονο μέρος.
Δύο φίλοι που δουλεύουν νυχτοφύλακες και ζουν μαζί τριάντα τόσα χρόνια, έχουν
φτάσει σ’ εκείνη την ψυχική αποστράγγιση που διακρίνει τα περισσότερα ζευγάρια.
Η συμβίωσή τους είναι ανυπόφορη κι ωστόσο αδιάσπαστη.
Και οι δύο είναι ταυτόχρονα θήτης και θύμα. Οι ιδιαιτερότητες της προσωπικότητάς
τους χάνονται μέσα στα χρόνια σε σημείο να αλληλοσυμπληρώνονται σε όλα τα
επίπεδα.
Εξοικειωμένοι με αυτό το «παιχνίδι», που θα έλεγε κανείς ότι τους πείθει ότι είναι
ακόμα ζωντανοί, φθάνουν ως τις ακραίες καταγγελίες ο ένας για τον άλλο, κλίνουν
έναν κύκλο και ανοίγουν έναν άλλο.
Αυτόν τον κύκλο έρχεται να σπάσει ένα μυστηριώδες πρόσωπο, που τους ζήτησε;!
...μια ώρα που έλειπαν για την δουλειά τους.
Το νέο τους το φέρνει μια άλλη γυναίκα, άλλο σύμβολο μοναξιάς, - «μνηστή» του
ενός, υποψήφια «μνηστή» του άλλου στο παρελθόν.
Καλή αφορμή για συμπλοκή, όνειρα, προσμονή, προσδοκία, και στο τέλος δάκρυ
χωρίς ελπίδα…
Ο θεατής έχει πάντα την αίσθηση μιας παράστασης που παίζεται στα όρια του
θεάτρου του παραλόγου ( προπαρασκευή της εμφάνισης του Γκοντό) της κωμωδίας- παρωδίας (διάλογοι για ένα πουλάκι- όνειρα για τον χαμένο πατέρα ή τον Άγγλο
αντιπρόσωπο...…), της ηθογραφίας (στους διαλόγους της καθημερινότητας
τους), ή ακόμα και της τραγωδίας ( χαμένες ελπίδες, διαψεύσεις, άδικη προσμονή).
Τελικά, οι δυο νυχτοφύλακες είναι μόνοι κι έρημοι!...

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More
 
Cheap Web Hosting